- μπλουζάκι
- το(υποκορ. τού μπλούζα) ελαφριά ή πρόχειρη μπλούζα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή αυτός διαμέσου του οποίου μπορούμε να δούμε γιατί επιτρέπει τη δίοδο των ακτίνων: Φορούσε ένα διαφανές μπλουζάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)